κάθοδος

κάθοδος
κάθοδος, [dialect] Ion. [full] κάτοδος, ,
A descent, esp. of Demeter, Plu.2.378e; represented in mysteries, Herod.1.56; and so of a procession,

ἥρωος κ. Call.Aet.1.1.26

: generally, going down,

τῶν ἐδεστῶν ἐν τῇ κ. ἡ ἡδονή Arist.PA690b30

, cf. Luc.Nec.2; way down, Id.DMort.27.1; of planets, declination, Simp.in Cael.510.29.
2 ἡ κ. ἡ ἐπὶ θάλασσαν, = κατάβασις, Arr.An.1.2.4.
3 journey down the Nile, POxy. 1119.27 (iii A.D.), etc.
II coming back, return, E.HF19, Th.3.114; esp. of an exile to his country, Hdt.1.60,61, al., Th.3.85,5.16, etc.;

κ. καὶ ἄδεια Id.8.81

.
III cycle, recurrence, χιλίων ἐτῶν κ. a thousand years twice told, in pl., LXXEc.6.6, cf. Phot.; also τρεῖς καθόδους three times, LXX 3 Ki.9.25, cf. Aq.Ex.34.24, al.;

ἄχρι δύο καθόδων

twice over,

Alex.Trall.1.17

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάθοδος — descent fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθοδος — Το αρνητικό ηλεκτρόδιο (ηλεκτρόλυση). Επίσης, κ. είναι ένα από τα βασικά στοιχεία μιας θερμιονικής λυχνίας. Στην περίπτωση αυτή πρόκειται για ένα ηλεκτρόδιο το οποίο, όταν θερμανθεί από ένα νήμα βολφραμίου που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα,… …   Dictionary of Greek

  • κάθοδος — η 1. κατάβαση, κατέβασμα: Η κάθοδος στο υπόγειο του οινοπωλείου είναι επικίνδυνη. 2. η μετάβαση από μεσόγειο τόπο σε παράλιο: Ο Ξενοφώντας μας εξιστορεί την κάθοδο των μυρίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κάθοδος των Μυρίων — Η επιστροφή των Ελλήνων μισθοφόρων στον στρατό του Κύρου του Νεότερου, από τα Κούναξα στον Εύξεινο Πόντο (401 π.Χ.), υπό την ηγεσία του Ξενοφώντα, μετά την ήττα του Κύρου από τον αδελφό του, Αρταξέρξη. Η εκστρατεία αυτή περιγράφεται στα έργα του… …   Dictionary of Greek

  • καθόδοις — κάθοδος descent fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθόδου — κάθοδος descent fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθόδους — κάθοδος descent fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθόδων — κάθοδος descent fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθόδῳ — κάθοδος descent fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόδου — κάθοδος descent fem gen sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατόδῳ — κάθοδος descent fem dat sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”